- Ἀρτεμισία
- Ἀρτεμισίᾱ , Ἀρτεμισίηfem nom/voc/acc dualἈρτεμισίᾱ , Ἀρτεμισίηfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρτεμισία — ἀρτεμισίᾱ , ἀρτεμισία wormwood fem nom/voc/acc dual ἀρτεμισίᾱ , ἀρτεμισία wormwood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτεμισίᾳ — ἀρτεμισίᾱͅ , ἀρτεμισία wormwood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρτεμισίᾳ — Ἀρτεμισίᾱͅ , Ἀρτεμισίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτεμισία — (artemisia). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων, τα 200 είδη της οποίας είναι ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Η α. διακρίνεται για τα σωληνωτά της ανθίδια. Οι καρποί της είναι συμπιεσμένα αχαίνια. Μερικά είδη α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
Αρτεμισία — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του Έλληνα ηγεμόνα της Αλικαρνασσού Λύγδαμη (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Έγινε θρυλική μορφή για τη συμμετοχή της με πέντε πλοία στην εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας και τη γενναία δράση της στη… … Dictionary of Greek
Ἀρτεμίσια — Ἀρτεμίσιον temple of Artemis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτεμισίας — ἀρτεμισίᾱς , ἀρτεμισία wormwood fem acc pl ἀρτεμισίᾱς , ἀρτεμισία wormwood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτεμισίαι — ἀρτεμισίᾱͅ , ἀρτεμισία wormwood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτεμισίαν — ἀρτεμισίᾱν , ἀρτεμισία wormwood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρτεμισίας — Ἀρτεμισίᾱς , Ἀρτεμισίη fem acc pl Ἀρτεμισίᾱς , Ἀρτεμισίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)